- πρατιστεύω
- πρᾱτιστεύω, [dialect] Dor. for πρωτ-, GDI3059 ([place name] Byzantium).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πρατιστεύω — Α δωρ. τ. βλ. πρωτιστεύω … Dictionary of Greek
πρωτιστεύω — ΜΑ, και δωρ. τ. πρατιστεύω Α [πρώτιστος] είμαι ο πρώτιστος όλων … Dictionary of Greek